Κείμενο της κυρίας Έλσας Χίου (Έλσα Χίου) από την ομάδα ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΕΣ
Αναδημοσίευση Λίνα Περγάμαλη
Επιμέλεια ανάρτησης : Κλαίρη Μπαράκου
Ούλου του σαραντάμηρου σκιφτόμασταν τα Χστούϊννα . Ημείς. Οι μουδίστρις κι’ οι κιντήστρις. Έθιμου κι τάμα το’ χαμι να φτιάσουμι του Χστού τα σπάργανα. Να τ’ φκιάσουμι σκουφίτσις μιταξένις , φασκιές μπαμπακιρές, κι ρουμπάκια . Η πάνα λινή κι κιντμέν’. Απ’ τ’ προυπαραμουνή τα βάζουμι κάτ’ απ’ του προυσκυνητάρ σι πανιράκ στρουμένου μι χιουνάτ΄ πιτσέτα. Για ν’ αγιαστούνι κατ’ απ’ την εικόνα της λιχώνας Παναγίτσας που σκύβ’ του κιφαλάκ’ τσς πάν’ απ’ του Παιδίον Νέον. Έτσ’ λέει ου παπα Φώτς του Θείου Βρέφους. Κι πιρνάει κάθι τόσου κι μας βλέπ’. Άμα φιάνιτι του Χστού τα σπάργανα να μη πουλιμλάτι. Μας λέει. Να μη παρασυρθείτι σι κατάκρισ’ . Του κουτσουμπολιό καταργεί του τάμα. Χάν’ τν’ αξία τ’ κι δεν ανιβαίν’ στουν Ουρανό.
– Κι τί να λέμι παπα Φώτ;
– Να λέτι Του Θεοτόκε παρθένε ψαλτά. Να λέτι κι τα κάλαντα απού τώρα. Καλό είνι.
Κι’ έτσ’ μι ψαλμουδιές κι καλαντρίσματα πλουμίζαμι τα σπάργανα .Κι κιντούσαμι ψιλουβιλουνιά λουλδάκια κι’ αστρουλάκια, αγγιλάκια κι κρινάκια κι κάναμι κι γαρνιτούρα μι χρυσουβιλουνιά. Γαζώναμι κι’ στ΄ ούγις λιπτό σιρίτ απού δαντιλίτσα σα στ’ αράχνης τουν ιστό φουρτουμένουνι μι ασημιές δρουσουσταλιές.
Χρυσουκλουστές κι’ ασημουκλουστές, μασουράκια μιταξάκια, κι’ δωστ’ βιλουνίδ , κι δώστ’ ψαλτουτράγδα. Κι μιτά τα Χριστούγιννα τα δίναμι στς λιχώνις. Δεν είχαμι κι’ πουλλές Πότι δυό, πότι τρείς να γιννήσει Χστούϊνα. Σ’ αυτές μοιράζαμι τις τρεις αλλαξές απ’ τα κιντημένα σπάργανα. Φέτους δεν είχαμι καμιά λιχώνα στου χουριό. Κι τα πίγαμι σι τρείς φτουχούλις κι προυσφυγουπούλις στου καταυλισμό. Του Χστού τα σπάργανα. Γιατί ούλα τα πιδιά του κόσμου είναι θκάτ. Κι’ η λιχώνα η Παναγίτσα προυστατεύβ τσ’ μαννούλις τσ’ φτουχούλις όπους ήτανι κι’ ικείν τω καιρώ εκείνω στη Βηθλεέμ τη πόλη, π’ λένι κι τα κάλαντρα.
Αυτό του έθιμου δεν του ξέρνι αλλού. Κι’ ούτι ημείς ξέρουμι από που κρατάει. Ρουτήσαμι του παπά μας κι’ έψαξι κι βρήκι.
Μας είπι πως ιώνις πρίν του σκέφτκι ένας παπακαλόγιρους που’ χει πάει στου Βατουπέδ’ στου Άγιου Όρους. Μέσα σι μια χρυσή λειψανουθήκ’ υπάρχ΄Σταυρουθήκ’ μι κουμματάκια απ’ τα σπάργανα τ’ Χστού. Του γράφ κι’ όλας απόξου’ μι λατινικά γράμματα. Τα φέρανι οι Σταυρουφόρ’ άμα πήρανι τ’ Κουσταντινούπουλ’. Υπάρχ’ ακόμα μας είπι ου παπα Φώτς, εικόνα μιανού Φλαμανδού ζουγράφου που δείχν’ τα σπάργανα του Χστού, Αλλά είνι λέει καμουμένα απ’ τα παπούτσα του Ιωσήφ, που ήτανι πανένια, απού ύφασμα σα τσόχα. Τα ξήλουσι κι πήρι τα σφιχτουφασμένα κουμμάτια, τα’ ραψι τα άπλουσι κι’ έφκιασι μια πάνα μι λιμόκουψ μουρουδιακιά. Τόσου φτουχιά ήτανι η Αγία οικουγένεια όταν έφτασι στη Βηθλιέμ. Δεν είχανι ούτι πάνα ούτι φασκιά. Κι’ απ’ αυτήν’ τ’ παπτσένια πάνα του Ιωσήφ γινήκανι τα σπάργανα του Θείου βρέφους. Κι’ ένα μιγαλούτσκου κουμάτ απ’ τ’ πάνα , είνι φλαμένου στου καθεδρικό ναό στο Άαχεν τσ’ Γιρμανίας. Η εικόνα που δείχν΄ τουν Ιουσήφ να φτιάχνει τη πάνα είνι στου μουσείου Μαγερ βαν ντεν στην Αμβέρσα του Βελγίου. Πόσα πια ξέρ’ ου παπα Φώτς.!!!
Κατά πως φαίνιτι του παλιό παλιό κιρό, κατ’ θα’ χανι ακούς, οι γυναίκις,κι’ είπανι.
Βρέ δε κάνουμι κι’ ημείς σπάργανα απού ζυμάρ’ μι αλεύρι καθαρό αλάτ’ κι νιράκι τσ’ πηγής, κι να τα ψήσουμι απάν στ’ μιγάλις μαύρις κι πλακιρές πέτρις κι να ντουίστήσουμι φουτιά απ’ κάτ να ψηθούνι στ’ πέτρα;
Κι’ ανοίξανι φύλλα σα ξουπάνις, τα ψήσανι, κι’ βάζανι του ένα πάν απ’ τ’ άλλουκι’ ανάμισα τα πασπαλίσανι μι τριμμένου καρύδ’ μι μυρουθκά κι’ μπόλκου μέλι, κι τα τρώγανι τσ’ παραμονόες Του Χστού, κι’ η νουστιμιά τσ’ δεν λέγτανι. Μουσχουβουλούσανι κείνα τα σπάργανα του Χστού. Μέχρι τώρα κρατάει του έθιμου.
Ας πούμι τώρα κι τα κάλαντα τα θκά μας. Απ’ την Ήπειρο Απ’ στ’ ράφτρις απ’ τσ’ κιντήστρις, κι’ απ’ τσ’ ζμουταριές .
“ Ελάτε δω γειτόνισσες , κι’ εσείς γειτονοπούλες, τα σπάργανα να φτιάξουμε και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
Τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ.
Να πάμε να γυρίσουμε και βάγια να σκορπίσουμε
Να βρούμε και τη Παναγιά, όπου μας φέρνει τη χαρά.
Τα σπάργανα για το Χριστό ελάτε όλες σας εδώ. Κοιμάται στα τριαντάφυλλα , γεννιέται μες τα λούλουδα.
Τα σπάργανα για το Χριστό ελάτε όλες σας εδώ. Τα σπάργανα να φτιάξουμε, και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
Και εις έτη πολλά, κι’ στου χέρ’ του μπακλαβά.!