Κείμενο: Αντώνης Σαμαρτζής
Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
Πλησιάζει το Πάσχα και ηχεί ακόμα στα αυτιά μου η φωνή του Τρύφωνα του ασβεστά που περνούσε κάτω από το σπίτι μου σχεδόν κάθε μέρα. Ο ασβέστης ήταν κάποτε η μόνη σχεδόν χρωστική για τοίχους και πεζούλια. Τον παρήγαγαν τα ειδικά καμίνια από πυράκτωση συγκεκριμένου είδους πέτρας.
Μόλις έμπαινε η άνοιξη και πριν το Πάσχα οι νοικοκυρές προμηθεύονταν άσβεστο ασβέστη και αφού τον έλιωναν με νερό σε έναν κουβά άσπριζαν τα σπίτια τους ώστε να δείχνουν όμορφα. Ακόμα χρησιμοποιούσαν τον ασβέστη για απολύμανση.
Ασβέστη χρησιμοποιούσαν και για την αμπελουργία ως συστατικό για τον βορδιγάλειο πολτό (θειικός χαλκός και σβησμένος ασβέστης), ως προστατευτικό από αρρώστιες ραντίζοντας τακτικά τα αμπέλια.
Ο Τρύφωνας ήταν ένα καλοκάγαθος τύπος, λιπόσαρκος, με χέρια σκληραγωγημένα, αφού φόρτωνε στο κάρο τον ασβέστη από το ασβεστοκάμινο που υπήρχε στον Αγ. Στέφανο και γύριζε μέσα στο Ληλάντιο πουλώντας την πραμάτεια του. Όμως ήταν επιρρεπής στο κρασάκι και ενίοτε ο γαϊδαράκος με το κάρο κυκλοφορούσε μόνος, ήξερε πια το δρομολόγιο, γιατί ο Τρύφωνας κάπου είχε πέσει και κοιμόταν, ενώ όσοι ήθελαν ασβέστη έπαιρναν, τον ζύγιζαν με την παλάντζα σε οκάδες, που είχε στο κάρο και άφηναν τις δραχμές στο κουτί που έβαζε τις εισπράξεις. Τόσο αγνά και άδολα ήταν εκείνα τα χρόνια που τις νύχτες δεν κλειδώναμε καν τις πόρτες.
Στην Χαλκίδα γνωστός ήταν ο Κώστας με το καροτσάκι του. Μάλιστα κουβαλούσε μαζί κουβά και βούρτσα ώστε αν του ζητούσαν άσπριζε ο ίδιος.
Fact: Το 1938 ο Μεταξάς επέβαλε με διάταγμα το υποχρεωτικό ασβέστωμα σε όλα τα σπίτια των νησιών.