Κείμενο: Νίκος Μπάνος
Επμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
Ο ήλιος ανατέλοντας πάνω από το Αιγαίο, μάχεται με το χειμωνιάτικο σύννεφο, στο τέλος νικάει και χαϊδεύει με τις αχτίνες του εκεί που σμίγουν τα νερά του Μανικιάτη με τα μπλε νερά του Αιγαίου στο Στόμιο Οξυλίθου στον Άη Γιώργη.
Αυτό το πανέμορφο ποτάμι κατηφορίζοντας από τον καταρράκτη του, που είναι δίπλα από το χωριό Μανίκια ελίσσεται προς το Αιγαίο και ανάμεσα στην παραλία Άη Γιώργη και Στόμιο Οξυλίθου ζωγραφίζει στις όχθες του όμορφα πλατάνια, κοτσικιές και πριν αφήσει τα νερά του στο Αιγαίο τραβάει και μια πινελιά με καταπράσινα καλάμια. Τώρα δείχνουν φιλιωμένοι, σαν να χουν γίνει ένα,αλλά πριν ενωθεί με το πέλαγο έχει να μας μάθει πολλά.

Πριν μπει το ποτάμι στη θάλασσα, όπως μας λέει ο Kahlil Gibran, τρέμει από φόβο, κοιτάζει πίσω τη διαδρομή που διέσχισε, βουνά, δάση και μπροστά του βλέπει ένα απέραντο πέλαγο που αν μπει θα εξαφανιστεί για πάντα, αλλά δεν γίνεται να πάει πίσω, πρέπει να πάρει το ρίσκο να μπει στο πέλαγος, γιατί μόνο έτσι θα ξέρει ότι δεν θα εξαφανιστεί αλλά θα γίνει κι εκείνο πέλαγος.
Κοιτάζοντας πίσω, το πρώτο θαύμα συμπληρώνει το δεύτερο. Μές στα απτά μεγάλα πλατάνια και τις κοτσικιές, μια αμυγδαλιά έτοιμη για το γάμο κοιτάζεται στα ήρεμα νερά. Αυτό μου θύμισε, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, τα λόγια του Αγ. Φραγκίσκου της Ασίζης που απευθυνόμενος στη αμυγδαλιά, είπε:
” Αδελφή μου, μίλησε μου για το Θεό. Κι αυτή ξαφνικά άνθισε! “