ΡαδιοφΟνικός σταθμός

 

Κείμενο: Αχιλλέας Περγάμαλης

Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου

 

 Θα ήταν 1969-70. Πιτσιρικάδες καθώς ήμασταν και με πολύ τρέλα, δεν υπήρχε διαολιά που να μην εμπλεκόμασταν. Είχαμε μεγάλη γκάμα και εφευρετικότητα σ΄ αυτό.

Η συγκεκριμένη ιστορία ξεκίνησε ως εξής: 

 Επειδή μας άρεσε η μουσική, κάποια στιγμή αγοράσαμε ένα κασετόφωνο, Siemens θυμάμαι, και μετατρέψαμε το δώμα – αποθήκη – πλυσταριό του σπιτιού μας σε στούντιο – καπνιστήριο – καφετέρια.

 Γράφαμε κασέτες με τη μουσική που μας άρεσε βάζοντας ενδιάμεσα και σχόλια για το τραγούδι αλλά και χιουμοριστικά κειμενάκια μιμούμενοι τις εκπομπές του ραδιοφώνου της εποχής (Γιάννη Πετρίδη, Κώστα Γιαννίτση κ.λ.π.). Μάλιστα είχαμε βγάλει και ψευδώνυμα. Ο φίλος ο Λάκης ήταν ο  LGL,  ο Δημήτρης ήταν ο D.P. και εγώ ο Μαυρογένης. Τα ψευδώνυμα των υπολοίπων (δυο τρεις ακόμα) δεν τα θυμάμαι. Γράφαμε λοιπόν τις κασέτες μόνοι μας και τις ακούγαμε …μόνοι μας και αυτό μας άρεσε πάρα πολύ. Στην αρχή τουλάχιστον.

 Μετά κάποιος πέταξε την ιδέα για αγορά ραδιοφωνικού πομπού. Η ολομέλεια των πιτσιρικάδων έκανε αμέσως αποδεκτή την πρόταση και αρχίσαμε να ψάχνουμε τον άνθρωπο που θα τον κατασκευάσει. Πέρασαν κανά δυο μήνες αναζήτησης και η λύση βρέθηκε. Κάποιος ερασιτέχνης, από την πλατεία Βικτωρίας, ανέλαβε να μας κατασκευάσει με λίγα χρήματα τον πομπό.

 Πραγματικά μετά από δέκα ημέρες μας ειδοποίησαν πως ο πομπός ήταν έτοιμος. Κάποιος πήγε στην Αθήνα και τον παρέλαβε. Οι υπόλοιποι οργανώσαμε τελετή υποδοχής μετά βαΐων και …βερμούτ.

 Μας τον έφεραν σε μια κούτα από εβαπορέ. Πέσαμε όλοι επάνω να ανοίξουμε την κούτα με το …καινούργιο παιχνίδι μας. Όταν το ανοίξαμε δυστυχώς η πρώτη εντύπωση δεν ήταν και η καλύτερη. Λάμπες, πυκνωτές και καλώδια πρόχειρα βιδωμένα ή καρφωμένα επάνω σε μια παλιοσανίδα. Για κουβούκλιο ούτε κουβέντα. Βλέπεις, ότι πληρώνεις παίρνεις. Νόμος. Λειτουργικά δεν ήταν κακός βέβαια, αλλά έπρεπε να προσέχεις που ακουμπάει το χέρι σου γιατί ακόμα και όταν ήταν κλειστός, αν έπιανες άτσαλα κάποιον πυκνωτή, σου έδινε και καταλάβαινες. Εξ’ ού και ραδιοφΟνικός σταθμός. Αλλά και τα υπόλοιπα καλώδια ήταν εξίσου επικίνδυνα. Για ρελέδες διαφυγής, ασφάλειες και άλλα τέτοια χαζά ούτε κουβέντα την εποχή εκείνη. Μόνο ο καλός Θεούλης.

 Για να τσεκάρουμε την εμβέλεια του σταθμού, ένας από εμάς πήρε το ποδήλατο και ένα τρανζιστοράκι μαζί του και έπαιρνε τηλέφωνο από κάθε περίπτερο που έβρισκε στο δρόμο του. Η εμβέλειά του ήταν από το πατρικό μου (κοντά στην ψαρόσκαλα) μέχρι τη σχολή πεζικού. Πιο πέρα δεν είχε σήμα (ούτε και περίπτερο με τηλέφωνο). Μας ήταν αρκετό.  Την παραλία την είχαμε για πλάκα.

 Οι γονείς μας δεν είχαν ιδέα για τον πομπό, βέβαια. Μεταξύ της …γλυκειάς συμμορίας μας υπήρχε ομερτά.

 Ήταν καλοκαίρι και οι εκπομπές μας γίνονταν πρωινές ώρες. Είχαμε και τηλέφωνο για τις  αφιερώσεις των ακροατών (Ο Κώστας στη Χριστίνα with love, ο Γιώργος στο ζουζουνάκι του, η θλιμμένη τουλίπα(!) στον άκαρδο (σαν δεν ντρέπεται) κ.λ.π.

 Όλα πήγαιναν ωραία και καλά και κοντεύαμε να γίνουμε φίρμες. Η αλήθεια ήταν πως στο Rock αλλά και Pop ρεπερτόριο της εποχής ήμασταν πολύ καλά ενημερωμένοι. Τελικά αποφασίσαμε, λόγω της απήχησης που είχαμε, να κάνουμε και βραδινές εκπομπές.

 Να θυμίσω πως την εποχή εκείνη η τηλεόραση εξέπεμπε μόνο από το μεσημέρι και μετά.

 Έχει μεγάλη σημασία αυτό γιατί από το σημείο αυτό και πέρα η κρατική τηλεόραση (μόνο αυτή υπήρχε τότε) μπλέχτηκε στα πόδια μας ή μάλλον εμείς μπλεχτήκαμε στα δικά της.

 Η αιτία είναι η εξής: Αυτός ο ακατανόμαστος που μας πούλησε τον πομπό δεν έβαλε κάποια φίλτρα που έπρεπε με αποτέλεσμα το πρόγραμμα που κάναμε να  ακούγεται  σε ακτίνα διακοσίων μέτρων, από τις …τηλεοράσεις. Σε ακτίνα διακοσίων μέτρων, εν τω μεταξύ, έμενε ένας εισαγγελέας, κάποιοι χωροφύλακες και διάφοροι άλλοι κοινωνικοί λειτουργοί καθώς και απλοί πολίτες. Μην ξεχνάμε για ποιά εποχή μιλάμε.

 Γρήγορα γίναμε βούκινο στη γειτονιά, το έμαθε όλος ο κόσμος και για κακή μας τύχη το έμαθαν και οι γονείς μας. Μας μάζεψαν όλους, να μας συμβουλεύσουν, να μας νουθετήσουν (όσο μπορούσαν) και να μας πουν, με λίγα λόγια πως αυτό που κάνουμε μπορεί να θεωρηθεί από το καθεστώς, πράξη παράνομη και αντιεπαναστατική (τι να πούνε κι αυτοί οι μαύροι). Με λίγα λόγια γίναμε στα καλά καθούμενα επαναστάτες χωρίς αιτία.

 Έτσι και με τον άτσαλο αλλά συνάμα και επαναστατικό αυτό τρόπο έληξε η σύντομη επαφή μας με τα ερτζιανά, ενώ ο χώρος της μουσικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας ήλθε είκοσι χρόνια πίσω. Τουλάχιστον.

.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *