“Δια ζώσης” με τον Ιορδάνη Κουζηνόπουλο (1ο μέρος)

 Συνέντευξη : Αγγελική Μούντριχα, Μάρθα Θεοδωρακοπούλου

Επεξεργασία ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου

 Πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία και μεγάλη χαρά να συνομιλήσουμε με τον κ. Ιορδάνη Κουζηνόπουλο, μεγάλο εκπρόσωπο της δημοτικής μας μουσικής. Θα μπορούσαμε πραγματικά να τον ακούμε με τις ώρες, καθώς εκτός από εξαιρετικός μουσικός, οι γνώσεις του και ο λόγος του σε συνεπαίρνουν.

 Επίσης θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας, θα το διαπιστώσετε άλλωστε και μόνοι σας, ότι ενώ οι απόψεις του φανερώνουν την επιστημοσύνη του και ώρες ουσιαστικής μελέτης και ενασχόλησης με το αντικείμενό του, συνεχώς στον λόγο του τονίζει την υποκειμενικότητα των απόψεών του θέλοντας να ξεκαθαρίσει ότι ο τρόπος που ο ίδιος αντιλαμβάνεται τα πράγματα μπορεί να μην βρίσκει σύμφωνους τους πάντες.

 Επειδή οι απαντήσεις του θεωρούμε ότι αγγίζουν τα όρια της ακαδημαϊκής εργασίας θα τις μοιραστούμε μαζί σας σε δύο ξεχωριστά μέρη. Πραγματικά αξίζει κανείς να αφιερώσει τον χρόνο!   

 Με τις ιδιότητές σας κινείστε σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Ως επαγγελματίας μουσικός συνεργάζεστε με άλλους μουσικούς και ως καθηγητής συνεργάζεστε με παιδιά που ξεκινούν τη μουσική τους πορεία. Τι έχετε κερδίσει και ποιες δυσκολίες/προκλήσεις αντιμετωπίζετε;

 Θεωρώ καταρχάς ότι έχω κερδίσει άσπρα μαλλιά (χαριτολογώ). Είναι δυο τελείως διαφορετικοί κόσμοι πράγματι. Διαφορετικοί και στην πρακτική τους και στη φιλοσοφία τους. Παρ’ όλα αυτά είναι δυο κόσμοι που θα μπορούσα να πω ότι είναι και με έναν περίεργο τρόπο διασυνδεδεμένοι.

 Εγώ σε ό,τι αφορά στη δική μου ειδικότητα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, στα μουσικά σχολεία στα οποία υπηρετώ, διδάσκω «ελληνική παραδοσιακή μουσική θεωρία και πράξη» καθώς και όργανα, λαούτο και ταμπουρά. Παράλληλα στη δράση μου την εξωεκπαιδευτική/επαγγελματική δραστηριοποιούμαι παίζοντας λαούτο και τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια. Ως προς τις δυσκολίες και τις προκλήσεις, στα σχολεία καλούμαστε να διδάξουμε μια μουσική, ένα μουσικό ιδίωμα, το οποίο, όσο κι αν λόγω της επιλογής των παιδιών του να βρίσκονται στα μουσικά σχολεία τα οποία τους αρέσουν και τα αγαπάνε, κατέχει ένα μικρό ποσοστό σε σχέση με τον παγκόσμιο μουσικό πολιτισμό, μέσα στον οποίο είμαστε κι εμείς και ζούμε καθημερινά. Μοιραία δηλαδή η δομή της μουσικής μας κουλτούρας αυτή τη στιγμή δεν είναι η δομή της μουσικής κουλτούρας που μπορεί να υπήρχε προ 100 και 200 ετών, πόσο μάλλον για τα νέα παιδιά. Χαρακτηριστικά οι μαθητές μου εμένα είναι γεννημένοι το 2010 περίπου.

 Τα λέω αυτά για να θίξω το ότι καλούμαστε να διδάξουμε ένα μουσικό ιδίωμα σε αυτά τα παιδιά, το οποίο δε βρίσκεται πια τόσο κοντά στη φυσική τους μουσική κουλτούρα μέσα στην οποία ζούνε και δραστηριοποιούνται καθημερινά. Πρέπει λοιπόν αυτή μας η διδασκαλία να αντικαταστήσει και την απουσία βιώματος σε αυτά τα παιδιά. Του βιώματος στα αυτιά τους και στο είναι τους, που θα υπήρχε σε μια εποχή που αυτή η μουσική δημιουργούσε ακόμα. Μη σας φανεί περίεργο το «δημιουργούσε»! Κακά τα ψέματα, το δημοτικό τραγούδι δε δημιουργεί πλέον. Σε πολλά εισαγωγικά βέβαια θα τολμήσω να βάλω τον όρο «νεκρή μουσική», «νεκρή» ως προς το αν δημιουργεί σήμερα ή όχι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμείς που την ακούμε και την αγαπάμε είμαστε «μουσικά νεκρόφιλοι».  Άλλωστε είναι πάμπολλα τα μουσικά είδη που διαπρέπουν στον πλανήτη σήμερα και είναι αντιστοίχως «νεκρά», γιατί κι εκείνα δε δημιουργούν. Το μουσικό ύφος με το οποίο έγραφε ο Ιωάννης – Σεβαστιανός Μπαχ είναι «κατάνεκρο». Είναι θαυμάσιος, πρόκειται πραγματικά για μια θεϊκή μουσική προσωπικότητα, έχει δημιουργήσει ασύγκριτης ποιότητας και κάλλους μουσικά έργα τα οποία δε θα σταματήσουν ποτέ να διδάσκονται σε όλον τον πλανήτη και καλώς.

 Εγώ θα σας έλεγα ακόμα ότι το μουσικό ιδίωμα στο οποίο γράψανε οι δωδεκαφθογγιστές συνθέτες του 20ου αιώνα υπό τον Σένμπεργκ πιθανό να είναι το  ίδιο «νεκρό», δηλαδή να μη δημιουργεί σήμερα. Πόσο μάλλον μια λαϊκή μουσική,  όπως το δημοτικό τραγούδι, που είναι αντίστοιχα ως προς το κομμάτι της δημιουργίας «νεκρή». Την αγαπάμε, λοιπόν, τη λατρεύουμε, τη διδάσκουμε και αντιμετωπίζουμε αυτή την πρόκληση ότι πρέπει να διδάξουμε τη θεωρία και την πράξη της και να αντικαταστήσουμε την απουσία του βιώματός της στα παιδιά. Εδώ θα έρθω να συμπληρώσω και κάτι άλλο. Σε προσωπικό επίπεδο τουλάχιστον θεωρώ ότι η μουσική μου δράση, ως επαγγελματίας μουσικός εξωεκπαιδευτικά, είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για εμένα. Είναι ένα πολύ ισχυρό βοήθημα το ότι μπορώ να ζω αυτή τη μουσική όπως τη βιώνει ο σημερινός άνθρωπος στο πραγματικό της χώρο, στο γλέντι, στη χαρά και με την πραγματική της ιδιότητα, να καλύπτει δηλαδή τις συναισθηματικές ανάγκες του ανθρώπου, που αυτός ήταν άλλωστε και ο πραγματικός ρόλος του δημοτικού τραγουδιού όταν δημιουργήθηκε. Το δημοτικό τραγούδι ακολουθεί όλο τον βίο του ανθρώπου από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο.

 Έχουμε δημοτικά τραγούδια υπό την μορφή νανουρισμάτων,  έχουμε ταχταρίσματα,  πρωτοβαδίσματα (τραγούδια που τραγουδούσαμε στο παιδάκι όταν πρωτοβάδιζε), έχουμε τραγούδια για παιδικά παιχνίδια που τα έφτιαχνε το ίδιο το παιδί, έχουμε τραγούδια για τον έρωτα, για τον αρραβώνα, για τον γάμο, για την εργασία και όταν αυτός ο κύκλος ολοκληρώνεται έχουμε τραγούδια για τα παιδιά του ανθρώπου και τέλος «τραγούδια για τον θάνατο», τα μοιρολόγια. Άρα η μουσική αυτή καλύπτει όλο τον κύκλο της ζωής του ανθρώπου, καλύπτοντας παράλληλα και όλες τις συναισθηματικές του ανάγκες. Λόγω λοιπόν της ιδιότητάς μου της επαγγελματικής και είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω οικογενειακών καταβολών, είτε λόγω των σπουδών μου, μπόρεσα να αγγίξω λίγο περισσότερο χρονολογικά ανθρώπους που πλησίασαν αυτή την πολύ παλιά εποχή και οι οποίοι ζήσανε πολύ περισσότερα από εμάς. Μάλιστα είχα την τύχη να συνεργαστώ και με κάποιους από αυτούς και όπως προανέφερα έτυχε να γεννηθώ σε μια οικογένεια που κι εκείνη άγγιξε, οι πρόγονοί μου δηλαδή, αυτές τις εποχές. Όλο αυτό μαζί, μου έχει δώσει θεωρώ το εφόδιο και τη δυνατότητα να μπορώ πιθανά να καλύψω με ίσως λίγο καλύτερο τρόπο αυτή την απουσία βιώματος στο κομμάτι της διδασκαλίας της παραδοσιακής μουσικής στα παιδιά μας.

 Ποια είναι η γνώμη σας για τις διασκευές; Η παραδοσιακή μουσική «ζει» μέσα από τις διασκευές;

 Θέλοντας να είμαι ακριβής και σύμφωνος με τα δικά μου επιστημονικά δεδομένα το «ζει» θα το ταυτίσω με το «δημιουργεί». Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά το δημοτικό τραγούδι δε «ζει» πια. Δε δημιουργεί σήμερα για απόλυτα αντικειμενικούς και κοινωνικούς λόγους. Δηλαδή η κοινωνία που είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει δημοτικό τραγούδι δεν υπάρχει πια. Δημοτικό τραγούδι επισημαίνω ως διαδικασία δημιουργίας, διότι δημοτικό τραγούδι δεν ονομάζουμε ούτε εγώ, αλλά ούτε και η επιστήμη οτιδήποτε έχει απλώς κλαρίνο και βιολί. Δημοτικό τραγούδι ονομάζουμε κάτι που δημιουργήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο. Να το κάνω αστείο πολύ. Τσίπουρο δεν ονομάζουμε οποιοδήποτε απόσταγμα του πλανήτη. Φέτα δεν ονομάζουμε οποιοδήποτε τυρί του πλανήτη και αυτό γιατί έχει συγκεκριμένη μέθοδο παρασκευής και σε συγκεκριμένο τόπο. Δημοτικό τραγούδι δεν ονομάζουμε το οποιοδήποτε κομμάτι δομείται επάνω στους μουσικούς τρόπους που δομείται και το δημοτικό τραγούδι  ή χρησιμοποιεί τον στίχο και τα όργανα που χρησιμοποιεί και το δημοτικό τραγούδι. Δημοτικό τραγούδι ονομάζουμε ένα μουσικό είδος το οποίο δημιουργείται με συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτή  η συγκεκριμένη διαδικασία έχει εκλείψει εδώ και τουλάχιστον εκατό χρόνια από τον ελλαδικό χώρο. Έχει εκλείψει για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους. Εξελίχθηκε η κοινωνία, υπήρξε δηλαδή κοινωνική εξέλιξη καταγεγραμμένη επιστημονικά και ιστορικά και αυτή η κοινωνική εξέλιξη όπως εγκατέλειψε στην ιστορική λήθη ένα προηγούμενο είδος κοινωνίας, με τον ίδιο τρόπο εγκατέλειψε πίσω της και αυτά που δημιούργησε η συγκεκριμένη κοινωνία ως προς τη δημιουργία μόνο, όχι όμως ως προς την ομορφιά ή την αξία, τίποτα από αυτά δεν υπονοώ. Αν «ζει» η παραδοσιακή μουσική; Για εμένα από τη στιγμή που δε δημιουργεί, δε «ζει». Το κατά πόσο τη βιώνουμε εμείς είναι το ζήτημα. Αν λοιπόν η ερώτηση έχει να κάνει με το αν εμείς βοηθούμαστε, ώστε να βιώσουμε την παραδοσιακή μουσική μέσω των διασκευών, εγώ θα πω όχι.

 Θεωρώ τις διασκευές γενικώς πάρα πολύ αξιόλογη προσπάθεια στη δημιουργία τέχνης. Σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη και στην Ελλάδα η λαϊκή, παραδοσιακή μουσική έχει αποτελέσει αφορμή για πολύ μεγάλους συνθέτες και του δυτικοευρωπαϊκού μουσικού ιδιώματος, να πατήσουν πάνω της και να φτιάξουν πολύ σπουδαία καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Υπάρχουν  οι συνθέτες της Ευρώπης, οι οποίοι πάτησαν πάνω στη λαϊκή παράδοση και δημιούργησαν τις «εθνικές σχολές» στην Ευρώπη, όπως ο Μπάρτοκ, ο Ντβόρζακ, ο Γκριγκ και πολλοί άλλοι, αλλά ακόμα και συνθέτες που δεν έγραψαν «μέσα στις εθνικές σχολές», όπως ο   Αράμ Χατσατουριάν και ο δικός μας Νίκος Σκαλκώτας. Το ίδιο συνέβη και στον ελλαδικό χώρο. Άρα η παραδοσιακή μουσική μπορεί να αποτελέσει αφορμή και βάση στο να δημιουργηθούν νέα καλλιτεχνικά έργα. Αλλά δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι η διασκευή βοηθάει εμένα, τον μαθητή, τα σημερινά παιδιά,  στη βίωση της παράδοσης.

 Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι προσωπικά είμαι αρνητικός στο να γίνονται διασκευές. Άλλωστε στην τέχνη παρθενογένεση δεν υπάρχει. Θα έλεγα λοιπόν ότι στο βίωμα δε βοηθάει, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Μπορεί ίσως και η διασκευή να δημιουργήσει και μια πολύ εσφαλμένη αντίληψη για το ποιο είναι το πρωτογενές υλικό. Προτιμώ σε όλο αυτό το μουσικό στερέωμα την αφορμή. Προτιμώ τη χρήση του υλικού για τη δημιουργία ενός νέου καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Έχει ξέρετε και η Ελλάδα και όλος ο κόσμος, όπως είπα προηγουμένως, παραδείγματα φοβερής επιτυχίας στη χρήση αφορμών, ιδεών, μουσικών μοτίβων, ακόμα και αυτούσιων από τη λαϊκή μουσική παράδοση, αλλά με μία πάρα πολύ σοβαρή επεξεργασία, η οποία οδηγεί σε κάτι άλλο. Βέβαια μπορεί σε εκατό χρόνια από σήμερα να διαψευσθώ εγώ και να επαληθευθούν κάποια άλλα πράγματα. Πιστεύω ότι τη «δουλειά» την κάνει μια νέα σύνθεση η οποία θα έχει αφορμές και θα πατήσει στα δεδομένα της παραδοσιακής μουσικής για να φτιάξει κάτι διαφορετικό. Είμαι βέβαιος ότι σήμερα είναι συγκλονιστικά επίκαιρες συνθέσεις, όπως του Σκαλκώτα και του Γιάννη Κωνσταντινίδη. Πρόκειται για ένα  νέο μουσικό υλικό κι αυτό έχει τεράστια επιτυχία ως προς το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. 

 
Σύντομο Βιογραφικό

 Ο Ιορδάνης Κουζηνόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Μουσικολογία στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου από όπου του απονεμήθηκε Πτυχίο στην κατεύθυνση “Μουσικές Επιστήμες: Μουσικολογία” (σε ενιαίο αδιάσπαστο τίτλο σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου “Integrated Master”) και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην κατεύθυνση “Μουσικολογία: Βυζαντινή Μουσική”. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στο γνωστικό πεδίο: «Οργανική Μουσική Εκτέλεση».

 Πραγματοποίησε τις εγκύκλιες ωδειακές σπουδές του στο “Ωδείον Αθηνών” όπου απέκτησε “Δίπλωμα Μουσικοδιδασκάλου” και “Πτυχίον Ιεροψάλτου” από τη σχολή Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής, με καθηγητές τον Σπύρο Περιστέρη και τον Λάζαρο Κουζηνόπουλο. Παράλληλα φοίτησε στη σχολή Πιάνου με καθηγήτριες την Πόπη Ευτρατιάδη και την Ευγενία Συριώτη και στη σχολή Ανώτερων Θεωρητικών του ωδείου με καθηγητή τον Χαράλαμπο Κανά.

 Η ενασχόλησή του με τα λαϊκά παραδοσιακά όργανα ξεκινάει σε νεαρή ηλικία μαθαίνοντας Λαούτο, Ταμπουρά και Ούτι. Φοιτά στη Σχολή Λαϊκών Οργάνων που λειτουργεί στα πλαίσια του «Μουσείου Λαϊκών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη» με καθηγητή τον Χρήστο Τσιαμούλη και στη Σχολή Παραδοσιακών Οργάνων του “Εθνικού Ωδείου” με καθηγητή τον Νίκο Γράψα από όπου λαμβάνει “Πτυχίο Παραδοσιακού Λαούτου” και “Πτυχίο Ταμπουρά”. Παράλληλα εξειδικεύει την σπουδή του στο Λαούτο με δάσκαλο τον Χρήστο Ζώτο. 

Διδάσκει ως μόνιμος εκπαιδευτικός Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική (Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική, Λαϊκή Παραδοσιακή Μουσική) και Λαϊκά Παραδοσιακά Όργανα (Λαούτο, Ταμπουρά, Ούτι) στο Μουσικό Σχολείο Ιλίου. Συμμετείχε ως τακτικό μέλος στην Καλλιτεχνική Επιτροπή Μουσικών Σχολείων του ΥΠ.Π.Ε.Θ. Έχει διδάξει επί σειρά ετών Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική, Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική, Λαούτο ,Ταμπουρά και Ούτι σε Ωδεία και Μουσικές Σχολές. Επίσης έχει ψάλλει ως τακτικός ιεροψάλτης σε Ιερούς Ναούς. 

Η συγγραφική του δραστηριότητα ξεκίνησε με την έκδοση κοινωνιολογικής μελέτης για το δημοτικό τραγούδι με τίτλο “ Δημοτικό Τραγούδι, ο απόηχος μιας άλλης εποχής” από τις εκδόσεις “Εν Πλω”. 

Έχει συμμετάσχει σε μεγάλο αριθμό συναυλιών στην Ελλάδα και το εξωτερικό καθώς και σε διεθνή σεμινάρια και φεστιβάλ. Έχει ιδρύσει το οργανικό σύνολο παραδοσιακής μουσικής «Αρμογή» και το φωνητικό σύνολο βυζαντινής Εκκλησιαστικής μουσικής «Μέλος», τα οποία έχουν λάβει μέρος σε μουσικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Τέλος έχει τη μουσική επιμέλεια και έχει συμμετάσχει σε μεγάλο αριθμό δισκογραφικών παραγωγών με αντικείμενο την Ελληνική παραδοσιακή μουσική καθώς και έχει λάβει μέρος σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές παραγωγές.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *