Κείμενο: Λίνα Περγάμαλη
Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
“Γεννήθηκα σε ορεινό χωριό του Πωγωνίου Ιωαννίνων, εφτά χρόνια πριν ξεσπάσει ο Ελληνοιταλικός πόλεμος. Το χωριό χτισμένο σε μια αναδίπλωση του Κασιδιάρη έμοιαζε αετοφωλιά.
Στο σχολειό ήμουν ήσυχο και υπάκουο παιδί. Μόλις έβγαλα την πρώτη τάξη του Δημοτικού και στο ξεκίνημα της δεύτερης σχολικής χρονιάς άρχισε ο πόλεμος. Φόβος και τρόμος γιατί βρισκόμασταν κοντά στα Αλβανικά σύνορα. Αλλά και προ της κήρυξης του πολέμου διάστημα, οι φήμες και οι ευφάνταστοι έπλαθαν τραγικά σενάρια. ¨έ κεφάλια, ξέρετε που πηγαίνω εγώ τώραγια; Και στον ώμο κρατούσε κασμά και φτιάρι ο μπάρμπα – Τέλης. ¨Πάω στο βακούφικο, να ετοιμάσω καταφύγιο. Το ‘πε ο Αγιο-Κοσμάς, θα πνιγεί εφταχρονίτικο δαμάλι στο αίμα¨
Είχε κάνει και στο μέτωπο της Μικρασίας, είχε πιαστεί αιχμάλωτος των Τούρκων και πέρασε πολλά δεινά. Το βακούφικο ήταν δάσος παρθένο, κοντά στην εκκλησιά, στα δυτικά όρια του χωριού. Σ’ αυτό απαγορευόταν αυστηρά η ξύλευση. Μόνο για γάμους και για το μαγείρεμα του πανηγυριού του χωριού επιτρεπόταν, κατ’ εξαίρεση, η ξύλευση. Και τότε μόνο για ξερά, πεσμένα δέντρα, που τα κουβαλούσαν φορτωμένες ¨ζαλίκι¨ανύπαντρες κοπέλες.Εγώ τον άκουγα και μικρός καθώς ήμουν η φαντασία μου οργίαζε. Ξυπνούσα τη νύχτα με εφιάλτες και έκλαιγα ασταμάτητα. Σηκωνόταν η μάνα μου, όση κούραση κι αν είχε, με έπαιρνε αγκαλιά και με ρωτούσε ¨Τι έχεις παιδάκι μου, τι σε πονάει;΄Η τρομάρα μου ήταν τέτοια που έτρεμα σύγκορμος.
Ο πόλεμος ξεκίνησε. Θυμάμαι που μπήκε ο παππούς μου στην αίθουσα του σχολείου και είπε στον δάσκαλο. ¨Δάσκαλε, έχουμε πόλεμο, βάλε τα παιδιά να προσευχηθούνε¨. Και αργότερα έλεγε: ¨Ο Μουσολίνι έστειλε τηλεγράφημα και γύρεψε να του ανοίξουμε τις πόρτες. Και ο Μεταξάς από την ανάποδη του γράφει ΟΧΙ και το γύρισε πίσω¨.
Ξεσηκωμός στο χωριό, πεζοπορία στο βουνό να βρούμε κρησφύγετο, γιατί το χωριό μας θεωρήθηκε πέρασμα και πεδίο μαχών. Εγώ εφτά χρονών παιδάκι έπρεπε να περπατήσω 5-6 ώρες, κλαψουρίζοντας, σε ανώμαλα κακοτράχαλα και πολλές φορές δύσβατα μονοπάτια του βουνού. ¨Δε βλέπεις τη Βασιλική (μια ξαδέρφη μου) που είναι πιο μικρή από σένα πως περπατάει;¨ μου ¨λεγαν. Εγώ όμως ζητούσα αγκαλιά. Ποιος να με πάρει που ήσαν όλοι φορτωμένοι κατακέφαλα με είδη πρώτης ανάγκης;
Περάσαμε ένα χωριό που είχε πολύ τρεχούμενο νερό και ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος αδερφός μου, χαζεύοντας με το νερό, ξεκόπηκε και έμεινε πίσω. Δεν μας έφτανε η κούραση, έπρεπε να γυρίσουμε να τον βρούμε. Η αδελφή μου, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή μου βρέθηκε στον ξεσηκωμό στο σπίτι του παππού μου και ακολούθησε αυτούς, προς άλλη κατεύθυνση. Εδώ ισχύει αυτό που λέμε ¨χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα¨ Τέτοια σύγχυση επικρατούσε.
Διανυκτερεύσαμε στο βουνό υπό ραγδαία βροχή. Βάλαμε το ¨σάϊσμα¨ -χαλί ενός πόντου πάχους από γίδινο μαλλί υφασμένο και ειδικά επεξεργασμένο – πάνω σε θάμνους και σκεπαστήκαμε με μια ¨βελέντζα¨. Αυτή υφασμένη από πρόβειο μαλλί με φλόκους. Θυμάμαι το νερό που περνούσε σε μικρά ρυάκια και κελάριζε από κάτω μας.
Την άλλη μέρα φθάσαμε σε ένα μέρος πάνω στο βουνό Κασιδιάρης που λέγεται Σιάνιστα. Εκεί μείναμε για ένα διάστημα. Όλα τα πιτσιρίκια παίζαμε στο ξέφωτο και βλέπαμε τα Ιταλικά αεροπλάνα να περνούν και να πετάνε τόσο ψηλά που φάνταζαν σαν μικροί χρυσίζοντες σταυροί στον ουρανό.
¨ΑΡΕΝΤΕΨΤΕ¨(δηλαδή τρέξτε) μέσα και μη φωνάζετε και σας ακούσουν¨φώναζαν οι γριές. Ο ανεφοδιασμός σε αλεύρι, για λίγο ψωμι, γινόταν με αστραπιαίες κλεφτές μεταβάσεις του πατέρα μου στο χωριό μας, που δεν μπορούσαν να καλύψουν ούτε τις στοιχειώδεις ανάγκες σίτισης.
Ευτυχώς που με τις νίκες μας κατά των Ιταλών απομακρύνθηκε ο κίνδυνος και επιστρέψαμε στο χωριό μας.
Με την επίθεση των Γερμανών το μέτωπο έσπασε. Οπισθοχώρηση, κατοχή. Ανέχεια, δυσκολίες, φόβος από τους Ιταλούς που έψαχναν για όπλα και τους Γερμανούς στη συνέχεια, πιο βάρβαρους και σκληρούς…” Απόσπασμα από βιβλίο του θείου μου Αλέκου Ευαγγέλου στο οποίο διηγείται την ιστορία της ζωής του. Συμπληρώνω από τις διηγήσεις της μάνας μου Αντωνίας Θεοδώρου Τζούλη:
¨Κανείς δεν μπορεί να νιώσει αυτόν τον φόβο που νιώσαμε εμείς παιδιά από αυτόν τον πόλεμο. Θυμάμαι (έλεγε) τρέμοντας από φόβο και κρυμμένοι στους θάμνους του βουνού (του ίδιου βουνού του Κασιδιάρη ή του Μαυρονόρους) να βλέπουμε τα αεροπλάνα να πετάνε απέναντί μας και να ρίχνουν τις οβίδες στα πεδινά μας… ¨ και βουυυ μπάμ έκανε τον θλιβερό και ανατριχιαστικό αυτό ήχο που έκαναν τα θανατικά αυτά όπλα…