Στη μαγεία των βιβλίων της ΔΗΚΕΒΙ Χαλκίδας

 

 

 Κείμενο: Αναστασία Τσαλκιτζή

Επιμέλεια ανάρτησης:Κλαίρη Μπαράκου

 Χειμώνας  μοναδικός, πρωτότυπος κι εγώ ταξιδεύω γι άλλη μία φορά στην πολύβουη πόλη. Τα βήματα αργά, το κορμί κουρασμένο στην παγωμένη δροσιά της πόλης. Καταλήγω στη βιβλιοθήκη. Το κτίριο που φιλοξενεί τη γνώση, την ομορφιά, τη μαγεία των σελίδων, πληγωμένο από το χρόνο, τόσο σιωπηλό, τόσο μουντό. Διαβαίνω τη σιδερένια πόρτα και προχωρώ, ασθμαίνοντας στα απότομα σκαλιά. Λίγο ακόμα και θα σταθώ μπροστά στην ξύλινη πόρτα με τα μικρά παράθυρα που επιτρέπουν τη ματιά στο εσωτερικό του. 

 Γνώση ακουμπισμένη, ξεχασμένη στα άκομψα ράφια περιμένει τον επισκέπτη που θα θελήσει να ταξιδέψει στις σελίδες της. Καλημερίζω και χάνομαι στα πολύχρωμα εξώφυλλα των βιβλίων που περιμένοντας το χέρι του επισκέπτη, φωνάζουν ικετεύοντας να ζωντανέψουν τις ιστορίες τους, τις εικόνες τους στα μάτια εκείνου που θα ξεκουραστεί ξεφυλλίζοντας την ιστορία τους. 

 Ψάχνοντας στη διπλή σειρά των στοιχισμένων βιβλίων, διαβάζοντας την περίληψη, αξιολογώντας το εξώφυλλο προσπαθώ να ανακαλύψω εκείνο που θα μιλήσει στην ψυχή. 

 Τα γυαλιά θολώνουν στις γρήγορες ανάσες περιορίζοντας τη ματιά κι εγώ εκνευρισμένη τα τοποθετώ ως κορδέλα στα μαλλιά. Προσπαθώ να εστιάσω να διαβάσω μα δυσκολεύομαι τόσο! Τα μάτια συνηθίζουν προσαρμόζονται και το κυνήγι ανακάλυψης ξεκινά.

 Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, το όνομα στο εξώφυλλο του βιβλίου που μιλά για την πόλη. Το μικρό βιβλίο ξεχειλίζοντας άρωμα αλμύρας κεντρίζει το ενδιαφέρον μου. Ποτέ μου δε διάβασα βιβλίο του πατέρα της Μαργαρίτας, της συμμαθήτριας μου, εκείνης που τόλμησε την επιλογή του λυκείου που τόσο απαξιώθηκε και ίσως συνεχίζει να απαξιώνεται από όλους. Οι αναμνήσεις ξεκινούν το δικό τους χορό μα εγώ νιώθοντας την πίεση του χρόνου τον σταματώ στα πρώτα του βήματα.

 Συνεχίζω το δικό μου σαφάρι προσπαθώντας να ανακαλύψω τη μυρωδιά που τόσες μέρες τριγυρίζει μεθώντας με κι η φράση τυπωμένη με ανάγλυφα γράμματα στο εξώφυλλο του βιβλίου “ Παλιά ασήμια” φωνάζει την ψυχή μου. Ικανοποιημένη αποχωρώ ελπίζοντας πως θα μπορέσω να ταξιδέψω δίχως ανάσα στις σελίδες εκείνων που δεν είναι επιλογή πολλών. Βλέπεις οι σελίδες τους άθικτες, ατσαλάκωτες, δίχως σημάδια εκείνων που ταξίδεψαν μαζί τους.

 Τοποθετημένα στη λευκή πάνινη τσάντα συντροφεύουν την πορεία επιστροφής στο σπίτι με τις αναγκαίες στάσεις σε μαγαζιά προς αγορά των απαραίτητων υλικών για την παρασκευή του φαγητού της οικογένειας.

Φωτογραφίες της Παλιάς Χαλκίδας ,https://www.facebook.com/groups/656996807691827/

 Μεσημεράκι κι εγώ καθισμένη αναπαυτικά στη γωνιά του καναπέ κοιτώντας την κουρτίνα χιονιού ξεκινώ απολαμβάνοντας το ταξίδι. Το βιβλίο με τα μικρά στολισμένα με τόνους και πνεύματα γράμματα ο σύντροφος μου. Ταξιδεύω στη Χαλκίδα που πλημμύριζε αλμύρα αλλά και αναζήτηση της αγάπης που έμεινε αιωρούμενη μετέωρη δίχως ολοκλήρωση, δίχως την αποδοχή των εταίρων της. Αγάπη που χάθηκε στην επίδειξη δύναμης εκείνων που μπλέχτηκαν στα δίχτυα του έρωτα. Τι κρίμα που μαζί της χάθηκε και η Χαλκίδα των αρχοντικών που στόλιζαν το παραθαλάσσιο της μέτωπο. Το ταξίδι μικρό, δημιουργικό, δίχως όμως το γέμισμα της ψυχής, την ανάταση της κι εγώ μπροστά στο άνευ σημασίας μηδαμινό δίλημμα αν θα ξεκινήσω και το ταξίδι στα παλιά ασήμια (που δυστυχώς ή ευτυχώς δεν έχω προσέξει πως πρόκειται για τριλογία κι εγώ τυχαία έχω επιλέξει το πρώτο μέρος αυτής). Ο κύβος ερρίφθη μα το ταξίδι αναβάλλεται μιας και θέλουν το χρόνο τους τα πάντα να κατασταλάξουν για να σχηματίσεις τη γνώμη σου, τη σκέψη σου. 

 Οι επόμενες μέρες είναι τόσο μπλεγμένες με τα μελαγχολικά συναισθήματα της “Μπάρμπαρας” της χιονο-καταιγίδας που χτύπησε την Εύβοια, με την απόγνωση των ανθρώπων στη γειτονική μας χώρα που πληγώθηκαν, που χάθηκαν στο χτύπημα του εγκέλαδου εξαφανίζοντας όνειρα, ελπίδες, μα και την αποκάλυψη της ανθρωπιάς από την εθελοντική προσφορά ανθρώπων σε συνανθρώπους που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν άγνωστοι.

 Και η ζωή ξαναβρίσκει την κανονικότητά της – γιατί η ζωή πάντα συνεχίζεται….. Το ξεχασμένο στο κομοδίνο βιβλίο συντροφεύει τα δικά μου βήματα, ξετυλίγοντας τα μονοπάτια της ιστορίας που δε γνωρίζω, αναθεματίζοντας την ατυχία μου που τότε που μπορούσα, αλλά ήμουν μικρή κι αργότερα πολύ πικραμένη, ποτέ δε ρώτησα τη δική μου γιαγιά που ήταν μέρος της σύγχρονης ιστορίας εκείνης, που πολλά χρόνια μετά ξέμεινε στη σκηνή συνεχίζοντας την παράσταση της παράδοσης που έσβησε με το κλείσιμο των φώτων και της μουσικής. 

ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

 Η ιστορία, αν και ξετυλίγεται με την υποψία της προδιαγραφόμενης εδώ και χρόνια συνάντησης δύο άγνωστων νέων από τις μοίρες, έχοντας αναδρομές στο παρόν και στο παρελθόν είναι μοναδικά πλεγμένη, περιγράφοντας ήθη, έθιμα, τη θέση ανδρών στα χώματα της χαμένης πατρίδας, τη θέση των εξαρτώμενων πλήρως γυναικών από τον στυλοβάτη της οικογενειακής εστίας, τον πατέρα κι αργότερα τον σύζυγο, τη γυναίκα που ποτέ σχεδόν δε τη ρώτησαν για τα όνειρα, τα αισθήματά της – κι εγώ καταβροχθίζοντας τις σελίδες αδημονώ, μαθαίνοντας ταυτόχρονα μέρος της σύγχρονης ιστορίας της πατρίδας μας, για την απόφαση του κισμέτ για εκείνους που έζησαν και κείνους που ζουν παράλληλα με εμένα.

 Το τέλος έφθασε κι εγώ ανικανοποίητη, αγωνιώντας για τη συνέχεια της ιστορίας βρίσκομαι για άλλη μία φορά στο πολυτιμότερο όλων στολίδι της πόλης, αλλά παραμελημένο κι αυτό, τη βιβλιοθήκη, όπου η πληροφορία πως υπάρχει και η συνέχεια αλλά .….αυτό το αλλά, διακόπτει τόσο άδοξα τον ενθουσιασμό μου, τα έχουν δανειστεί. Αποχωρώ έχοντας αφήσει τα στοιχεία μου στη βιβλιοθηκάριο. Πέρασα, ξαναπέρασα μα όλες μου οι προσπάθειες άκαρπες και η ανυπομονησία έχοντας φθάσει στην κορύφωση της, μιας και πολλά καταστάλαξαν μέσα μου, με κατευθύνει στα βιβλιοπωλεία της πόλης αναζητώντας τη συνέχεια της ιστορίας τους αλλά και την ιστορία της δικής μου γιαγιάς σκεπτόμενη πόσο πιο ωραία θα ήταν να μαθαίνω την ιστορία της γενιάς της μέσα από τις αράδες των λέξεων λογοτεχνικών βιβλίων. 

Η χαμογελαστή Παναγία της Μονής των Παλιών Ασημιών

 Ευτυχισμένη και με το δεύτερο τόμο στην πάνινη τσάντα ξεκινώ για άλλη μία φορά το ταξίδι και τι παράξενο! οι λέξεις, οι φράσεις που τόσο ευχάριστα “καταπίνω όπως το κερασμένο γλυκό κουταλιού” ανασύρουν εικόνες κοιμισμένες από σελίδες βιβλίων ξεχασμένων, δάκρυα της δικής μου γιαγιάς όταν καμιά φορά αφηγούταν τις δυστυχίες του ξεριζωμού, της πείνας, της απαξίωσης των ανθρώπων της γενιάς της από τους Έλληνες της πατρίδας. Τι κρίμα που τότε δε ρώτησα δεν έμαθα περισσότερα, τι κρίμα που δεν μπορώ να τη συναντήσω να ανακαλύψω τις ρίζες μου που τελικά είναι τόσο επιφανειακές. Τίποτε δε γνωρίζω, τίποτε δεν ξέρω. Αυτό το τίποτε τρυπά την ψυχή μου και συνεχίζω. Οι λέξεις που σχηματίζουν φράσεις γίνονται εικόνα, γίνονται το κισμέτ εκείνων, που στάθηκαν τόσο άτυχοι να γεννηθούν τότε. Τι δύναμη, τι μεγαλείο ψυχής κρύβουν οι αποφάσεις από τον καταναγκαστικό ξεριζωμό, από εκείνους που έπαιζαν στα χαρτιά τις ζωές των ανθρώπων, εκείνης που ξεκινά μόνη της έχοντας μόνη συντροφιά τη νέα συνέχεια της ιστορίας της αλλά και της ιστορίας της πολύπαθης γενιάς της. 

 Ο τρίτος τόμος στα χέρια μου μετά από αναζήτηση σε αρκετά βιβλιοπωλεία της πόλης κι εγώ επιτέλους θα μάθω το τέλος εκείνων, τη δύναμη του γραμμένου από τις μοίρες, θα μάθω μέρος από τη νεότερη ιστορία μα και θα νιώσω περήφανη που κομμάτι της ψυχής μου είναι απόγονος εκείνων που υπέφεραν αλλά επιβίωσαν συνεχίζοντας την γραμμένη από τις μοίρες που πάντα γελούν με τα όνειρα των ανθρώπων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *