Κείμενο: Αναστασία Τσαλκιτζή
Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
Δεκέμβρης, αρχή μιας εποχής συνοδευόμενη γεμάτη προσμονή – ανυπομονησία για τη γέννηση του Θεανθρώπου, για τον ερχομό του πιο αγαπημένου Αγίου μικρών και μεγάλων. Όμως είναι τόσο παράξενος τούτος ο Δεκέμβρης, τόσο αλλόκοτος με τις ζεστές λουσμένων ηλιαχτίδων καλοκαιρινές του μέρες, με τις ανοιξιάτικες βραδιές ανακατεμένες με χρώματα φθινοπώρου. Οι άνθρωποι στις παραλίες απολαμβάνουν την υδάτινη αγκαλιά της ήρεμης – γαλήνιας θάλασσας, απολαμβάνουν το χάδι του ήλιου κι εγώ απολαμβάνω το σεργιάνι στην παραμελημένη ομορφιά της πόλης μας. Μιας πόλης που αφήνει τη μοναδικότητά της να σβήνει στο ρυθμικό χτύπο του χρόνου.
Με βήματα σταθερά δίχως βιασύνη απολαμβάνω τις χριστουγεννιάτικες εικόνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών. Χιονάνθρωποι, τάρανδοι, χιονισμένα έλατα, μολυβένιοι στρατιώτες, έλκηθρα….. κι ένα γιατί ξεφυτρώνει στο μυαλό. Μα που πήγαν τα δικά μας ήθη και έθιμα; Οι καλικάντζαροί μας, ο δικός μας καλοσυνάτος αδύνατος, δοτικός, γερασμένος γέροντας , το στολισμένο καραβάκι… μα χάθηκαν για χάρη της εμπορικότητας; Μα χάθηκαν στο όνομα της παγκοσμιοποίησης;
Α! όχι δε θα μελαγχολήσω απλώς θα συνεχίσω αφήνοντας τις αναμνήσεις να επιλέξουν το δρόμο της περιπλάνησης μου και δίχως να το καλοσκεφθώ έφτασα στο κόκκινο σπίτι. Χτισμένο σε ένα από τα τρία ακρωτήρια του βόρειου ευβοϊκού στέκει λυπημένο αδειανό έρημο κι η μελαγχολική σκέψη μαζί με τη μικρή λέξη που δηλώνει απορία ξαναγυρνούν στο μυαλό ταλανίζοντάς το.
Χτισμένο σε βράχο, διώροφο, με κήπο κι αυλές, μπαλκόνια με θέα τον ακοίμητο φρουρό του Ευρίπου, την απεραντοσύνη του γαλάζιου των ευβοϊκών κόλπων μα και τις γέφυρες αυτών, με τη δική του γέφυρα – σκάλα που ενώνει το σπίτι με το ιδιωτικό μπανιερό του. Πόση χαρά ένιωσα τότε που για πρώτη φορά βρήκα την αυλόπορτά ανοικτή! Διέσχισα την αυλή του ανέβηκα τις σκάλες και διάβηκα την ξύλινη δίφυλλη πόρτα. Τα συναισθήματα έντονα.
Πρώτη φορά μέσα σε ένα από τα διαμάντια της πόλης μας. Περιπλανιέμαι στο χώρο. Είναι κενός άδειος, αφρόντιστος, απεριποίητος. Οι γρίλιες των ξύλινων παραθυρόφυλλων καταπονημένες από την αλμύρα, το θαλασσινό αγέρα. Διστακτικά ανοίγω το παραθυρόφυλλο θέλοντας να βρεθώ στο μπαλκόνι, να απολαύσω τη Χαλκίδα. Η Σουβάλα όπως δεν την έχω ξαναδεί. Τα νερά τραβηγμένα κι ο βυθός στην επιφάνεια. Η καθαρότητα της ατμόσφαιρας σου επιτρέπει να παρατηρείς τα βουνά, την ιχθυόσκαλα, τα αραγμένα καΐκια, τα σπίτια της βοιωτικής πλευράς.
Η δεύτερη αυλή του μοναδική, προστατευμένη από αδιάκριτες ματιές. Το υπόγειο δίχως πρόσβαση. Τα σκονισμένα τζαμιλίκια δεν επιτρέπουν την περιπλάνηση της ματιάς. Την όμορφη μοναδική αίσθηση της περιπλάνησης διαδέχεται η απογοήτευση, Μα που πήγαν οι αναμνήσεις των ανθρώπων που έζησαν εδώ; Μα γιατί επιτρέπουμε στο χρόνο να σβήνει τη μοναδικότητα της ιστορίας μας;
Κι η απογοήτευση μετατράπηκε σε έκπληξη όταν διάβασα την ιστορία του κόκκινου σπιτιού Το κόκκινο σπίτι και η δυναστεία των Μάλλιων Κόκκινο σπίτι