Κείμενο: Αναστασία Τσαλκιτζή
Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
Συνήθεια το περπάτημα στην παραμελημένη πόλη μας και τα βήματα έχοντας δική τους θέληση, βούληση διαλέγουν προσεκτικά τη διαδρομή. Στόχος τους οι πηγές της Αρέθουσας. Προσπερνώ αδιάφορα τα στολισμένα κτίρια, την πολυκοσμία των αυτοκινήτων, τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο, το μουσείο της Αρέθουσας, τον κόμβο συνάντησης εισερχομένων και εξερχομένων αυτοκινήτων και η αρχή των πηγών της Αρέθουσας ζωντανεύει εικόνες από το χωριό με τις κότες να τσιμπολογούν σκαλίζοντας με τα γαμψά νύχια τους το σκληρό έδαφος, τις πάπιες να κολυμπούν αμέριμνες παρακαλώντας σε ικετευτικά για λίγα ψίχουλα ψωμιού…… και εγώ απλώς αναρωτιέμαι που πήγε το παγιδευμένο καραβάκι με μοναδικό του επιβάτη τον κόκορα που περήφανος ατένιζε τον κόσμο από ψηλά;
Προσπερνώ κοιτώντας αδιάφορα τους θαλάσσιους κατοίκους που στην κίνηση της σκιάς μου τρομοκρατούνται και με τη συγχρονισμένη απότομη κίνηση το κοπάδι κρύβεται στο δάσος υδρόβιων χόρτων, ελπίζοντας πως δε θα βρεθώ αντιμέτωπη με το γαύγισμα των αδέσποτων σκύλων της περιοχής, ελπίζοντας πως ο υπέροχος κάτασπρος κύκνος θα συντροφέψει την απόδρασή μου.
Είναι τόσο όμορφα, γαλήνια, ήρεμα με μοναδική μουσική το κελάρυσμα των τρεχούμενων νερών και ο βασιλιάς της περιοχής είναι τόσο ήσυχος, τόσο μελαγχολικός, τόσο ακίνητος. Αδιαφορεί για τους συγκατοίκους του, για το μπαγιάτικο ψωμί που ρίχνουν στο νερό οι μοναδικοί επισκέπτες της περιοχής. Τεντώνει τον υπέροχο λαιμό του, ανασηκώνει τις κάτασπρες φτερούγες του, ανοίγει το ράμφος του, σε κοιτά κι εσύ ετοιμάζεις το φακό της μηχανής θέλοντας να παγιδεύσεις το μοναδικό του χορό κι εκείνος σαν να κατάλαβε σταματά κοιτώντας σε, χαμηλώνει αδιάφορα το λαιμό και απλά αφήνει το ρεύμα να τον παρασύρει.
Ακίνητη παρακολουθώ τις βουτιές των υπέροχων μικρών πολύχρωμων παπιών. Κεφάλι κάτω, οπίσθια στον ουρανό τρεμάμενα, στην επίμονη προσπάθειά του να μείνει ακίνητο σκαλίζοντας τον πετρώδη βυθό. Κάποια κουράστηκαν, βαρέθηκαν και κατευθύνονται στο μικρό σπιτάκι στην όχθη του «παράξενου» ποταμού. Τινάζουν την υπέροχη φορεσιά τους, βολεύονται αναπαυτικά και ρεμβάζουν αδιάφορα και εσύ απλώς προσπερνάς θέλοντας να «συλλάβεις» τους κορμοράνους, τους γλάρους …… που στολίζουν τ’ απομεινάρια προβλήτας.
Μένεις ακίνητη κρυμμένη στις καλαμιές και περιμένεις την αιχμαλωσία της στιγμής. Η ηρεμία της περιοχής, το γαλάζιο της θάλασσας, η ζεστασιά του παράδοξου χειμωνιάτικου ήλιου, η σουσουράδα που περπατά αμέριμνη στην όχθη με το χαρακτηριστικό κούνημα της ουράς συντροφεύουν τη μοναδικότητα της σιωπής. Κι η σιωπή της περιοχής είναι τόσο αντίθετη με την ιστορία της. Αρέθουσα