Κείμενο: Αναστασία Τσαλκιτζή
Επιμέλεια ανάρτησης : Κλαίρη Μπαράκου
Μ’ αγαπημένη παρέα στην πολιτιστική καρδιά της Χαλκίδας, το Θεατράκι Ορέστη Μακρή, αναμένοντας την αρχή της θεατρικής παράστασης, από το θέατρο «Περί τεχνών» σε συνεργασία με τον πολιτιστικό σύλλογο «Παντάνασσα». Το σκηνικό τόσο απλό, απέριττο! Μία πολυθρόνα, λίγα δεμάτια σανό τοίχοι κατακόκκινοι και μια πόρτα στολισμένη με τη χειροποίητη δαντελένια κουρτίνα.
Η βραδιά γλυκιά, με το αεράκι να χαϊδεύει γλυκά όλους εμάς που αποφασίσαμε να παραβρεθούμε στην «αυλαία» της σύντομης θεατρικής παρουσίας του έργου. Τα φώτα χαμηλώνουν μετά το σύντομο ηχογραφημένο μήνυμα που προτρέπει τους θεατές να απενεργοποιήσουν τα κινητά τους.
Στην αφημένη πολυθρόνα η γιαγιά , με τους εφιάλτες να κλέβουν το γαλήνιο ύπνο της, φωνάζει απελπισμένα βοήθεια. Η συνέχεια της ζωής, η εγγόνα της, ανήσυχη πλησιάζει διακόπτοντας τον εφιάλτη που τη βασάνιζε και τα πάντα κυλούν τόσο ήρεμα, τόσο γλυκά. Η καθημερινότητα της γιαγιάς που ταχτάριζε τα εγγόνια της στα γόνατα, που έλεγε παραμύθια, που αγαπούσε τη ζωή, που αφηγείται την ιστορία που γράφτηκε σε κάθε κομμάτι της ψυχής της, αρχίζει, κι οι παύσεις στην ιστορίας της οι αφορμές να ζωντανεύουν επί σκηνής τα λεγόμενά της.
Μας μεταφέρουν στην πολιτισμική Σμύρνη των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Εβραίων, των Τούρκων, στο «Παρίσι της Ανατολής». Γέμισε η σκηνή κόσμο. Κυρίες με δαντελένιες ομπρέλες, ζευγάρια, παιδιά και ανάμεσά τους η άμαξα με το περήφανο άτι, ξετυλίγοντας νότες σμυρναίικης ζωής.
Κι η γιαγιά συνεχίζει αφηγούμενη τη δική της ζωή. Το σπίτι της σμυρναίικης νοικοκυράς που μοσχοβολά μπαχάρια, που τα παριζιάνικα πατρόν ζωντανεύουν στα χέρια της επιδέξιας μοδίστρας, που το κελάρι φιλοξενούσε τα αγαθά της μάνας γης, που νοιαζόταν έμπρακτα για το συνάνθρωπο, που ο λόγος του θεού γίνεται καθημερινά πράξη.
Κι οι άνθρωποι στη σκηνή αποδίδουν τόσο δημιουργικά την ισότιμη θέση της γυναίκας στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής. Εκείνης που κινούσε τα νήματα στην οικογένεια διαχειριζόμενη τόσο έξυπνα τις καταστάσεις, εκείνης που φρόντιζε οι οικογενειακοί δεσμοί να παραμένουν ζωντανοί, εκείνης που βασιζόταν στην οικογένεια για την αντιμετώπιση κάθε κακού.
Μα η ευμάρεια, η ευημερία της ελληνικής κοινότητας αλλάζει με την εμφάνιση των Νεότουρκων. Η ευαίσθητη ζυγαριά της πολιτικής χάνει την ισορροπία της αφήνοντας τους Έλληνες της Μικράς Ασίας στο έλεος των αδίσταχτων εισβολέων. Αρπάζουν, λεηλατούν καίνε θέλοντας να εξαφανίσουν τους «γκιαούρηδες». Είναι τόσο έντονο το συναίσθημα που δημιουργούν οι συντελεστές της παράστασης που θέλω εκείνον που υποδύεται τον Τούρκο και βρίσκεται δίπλα μου στο ψηλότερο σκαλοπάτι του θεάτρου να τον σπρώξω ανταποδίδοντας του τη βιαιότητα που με τόση ευκολία σκορπούν. Ο δημιουργούμενος καπνός, το μισοσκόταδο, η χλομάδα του κόκκινου χρώματος των φώτων, τα άψυχα ακίνητα κορμιά, τη μάνα που χάνοντας τα λογικά πνίγει το ίδιο της το παιδί στην παρουσία του ισχυρού ενστίκτου επιβίωσης, ο θρήνος της μάνας που επέζησε, οι φρικαλεότητες που άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή της 12χρονης Περιστάνης, άφησαν τα δικά τους σημάδια στις ψυχές όλων μας που αποφασίσαμε να παρακολουθήσουμε αυτή την παράσταση.
.