Κείμενο: Αναστασία Τσαλκιτζή
Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
Στιβαρό, βίαιο το χάδι της ζέστης. Σταγόνες ιδρώτα κυλούν αφήνοντας αλμυρούς κύκλους σε κάθε πτυχή του κορμιού. Η αλμύρα τους στιγμιαία αναζωογονητική, προσφέροντας ανάσα δροσιάς στο ζαλισμένο κορμί. Η άπνοια, ο μονότονος ήχος του φτερωτού τραγουδιστή, το επίμονο επαναλαμβανόμενο ηχητικό μοτίβο του πτηνού με το καφέ δακτυλίδι στο λαιμό οι μοναδικοί σύντροφοι της ραστώνης του καλοκαιριού και συ επιθυμώντας την κίνηση της ζωής περπατάς… έχοντας συντροφιά το μικρό σακίδιο με το λιτό περιεχόμενο. Είναι τόσο πολύτιμο! Νερό πετσέτα κλειδιά ο θησαυρός του. Περπατάς νιώθοντας την καυτή ανάσα της ασφάλτου σε κάθε σου βήμα μα συνεχίζεις προσδοκώντας να βρεθείς την αγκαλιά της απεραντοσύνης του γαλάζιου. Λίγο ακόμα και …..
Εναποθέτεις πρόχειρα τα λιγοστά σου υπάρχοντα, κάθεσαι απολαμβάνοντας τα παιχνίδια του θαλασσινού αγεριού. Σε χαϊδεύουν κι αναστενάζεις, τη χαϊδεύουν κι απολαμβάνεις την ανταπόκρισή της. Αναταράσσεται κι η γαλήνια ομορφιά της χάθηκε. Γοητεύεσαι κι ανταποκρινόμενη στο άγριο κάλεσμά της βουτάς στην αγκαλιά της, γεύεσαι τα φιλιά της, απολαμβάνεις τη γλύκα των ηχηρών της λόγων, αφήνεσαι στο λάγνο της χάδι, αιωρείσαι στην αγκαλιά της αποδεχόμενη το νανούρισμά της. Λικνίζεσαι στο χορό του πρωτόγονου ήχου, ντύνεσαι με την αγνότητα του αφρού της, μεθάς με τη μοναδικότητα της στιγμής. Νιώθεις τις σκέψεις σου, τα θέλω σου να σβήσουν στο υγρό της χάδι.
Αποχωρίζεσαι την αγκαλιά της περπατώντας στον αμμώδη βυθό της, αποδέχεσαι το χάδι του ήλιου, κάθεσαι με τα πόδια βυθισμένα στην καυτή άμμο απολαμβάνοντας το λουκούλλειο γεύμα των περιστεριών. Τσιμπολογούν το βρεγμένο ψωμί τόσο βίαια. Θυμώνουν όταν απρόσκλητοι πλησιάζουν να γευτούν το υπέροχο έδεσμα κατεβάζοντας τα φτερά τους. Αναμετρούνται επιδεικνύοντας τη δύναμή τους. Τσιμπούν σπρώχνοντας τον αντίπαλό τους και με τα τύμπανα του πολέμου να ηχούν επιστρέφουν στην απόλαυση της τροφής. Το κύμα απειλητικά πλησιάζει αρπάζοντας την τροφή κι εκείνα τρομαγμένα απ’ τις αιωρούμενες σταγόνες δροσιάς αναπηδούν μα η ματιά τους προσηλωμένη στο βρεγμένο ψωμί που λικνίζεται. Απογειώνονται καβαλούν τον άνεμο και αιωρούνται και εγώ αποχωρώ ξέροντας πως η ευτυχία είναι παρούσα σε κάθε γωνιά της πόλης που τόσο αγαπώ.