Κείμενο: Αγγελική Μούντριχα
Επιμέλεια. ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
« Λιώσανι τα παπούτσια μου, έλιωσι κι η πατούσα μου »
Όχι, δεν είχα φύγει με τους Μπατσακτσαίους, δε με κυνηγούσαν οι Παπήδες («Η Βασιλική κι ο Αρχιλήσταρχος» Μύθοι, Θρύλοι, Παραδόσεις, Τάσος Παπαποστόλου)…Απλώς ανεβήκαμε για έναν περίπατο σε ένα από τα μοναδικά μονοπάτια της Στενής.
Και ενώ η ώρα είναι 12 το μεσημέρι και αμφιταλαντευόμαστε « θάλασσα ή βουνό;», αποφασίζουμε να επισκεφτούμε τελικά τη Στενή και να βρούμε δροσιά κάτω από τον ίσκιο των δέντρων.
Αυτό το στολίδι της Εύβοιας που βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από τη Χαλκίδα είναι ένας μοναδικός προορισμός όχι μόνο για τον χειμώνα, αλλά για όλο τον χρόνο. Και αξίζει κανείς να το βάλει στόχο, γιατί κάθε εποχή θα δει διαφορετικά πράγματα.
Ξεκινάμε με έναν περίπατο στο κατάφυτο δάσος. Μέσα σε έλατα, σφενδάμους, περιτριγυρισμένοι από το άρωμα της φρέσκιας ρίγανης, και του θυμαριού προσπαθούμε να συλλέξουμε όσες περισσότερες εικόνες μπορούμε και αρχίζουμε ένα παιχνίδι μαντέματος για τα φυτά, τα έντομα και κάθε οργανισμό που συναντάμε (άγριες φράουλες, περίεργα μανιτάρια, τεράστια σκαθάρια ήταν μερικά από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα μας). Το μονοπάτι των 6 περίπου χιλιομέτρων τελειώνει κάπως απότομα, αλλά τα βράχια γύρω μας, το ρυάκι και τα μικρά καταρρακτάκια που δημιουργούνται είναι η ανταμοιβή μας.
Κατευθυνόμαστε στο κέντρο της Στενής για φαγητό σε μια από τις παραδοσιακές ταβέρνες και η επίσκεψή μας τελειώνει με καφέ, γλυκό και ένα βιβλίο στην ήσυχη πλατεία της Στενής υπό τη μουσική συνοδεία των τζιτζικιών.
Τελικά, η επιλογή του βουνού μας αποζημίωσε!