Κείμενο, φωτο: Αναστασία Τσαλκιτζή
Δημιουργία Ανάρτησης: Μπαράκου Κλεοπάτρα
Κι είναι από εκείνες τις στιγμές που θέλοντας να ξεφύγεις από την κουραστική καθημερινότητα, ντύνεσαι αρπάζεις τη φωτογραφική μηχανή και βγαίνεις στους δρόμους της πόλης αποφασισμένη να ανακαλύψεις φωτογραφίζοντας την παραμελημένη ομορφιά της.
Το μονοπάτι της διαδρομής μου χαραγμένο από αναμνήσεις που ξύπνησαν ακούγοντας τραγούδια αφιερωμένα στο τρένο και λαχταράς να σεργιανίσεις εκεί που η πόλη σου, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα εκσυγχρονίστηκε αποκτώντας χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής πόλης.

Το βήμα μου γρήγορο και επιλέγω να βρεθώ στο σταθμό, διασχίζοντας το λιμανάκι των ερασιτεχνών ψαράδων δίπλα στα τρένα. Κατεβαίνω τα πέτρινα, μπαλωμένα πρόχειρα με τσιμέντο, παμπάλαια σκαλοπάτια. Παιδιά του κωπηλατικού ομίλου συνεχίζοντας την προπόνηση βγάζουν τα κανό από τη θάλασσα, ψαράδες απολαμβάνουν την πρώιμη ανοιξιάτικη λιακάδα κι εγώ συνεχίζω ανυπομονώντας να περπατήσω δίπλα στο κύμα, όπως τότε. Αδύνατον , μάλλον δε θυμάμαι καλά. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια που οδηγούν σε αυτό το πανέμορφο μοναδικής αρχιτεκτονικής κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, που αν και έχει χαρακτηριστεί ως προστατευόμενο, έχει αφεθεί στη δύνη του χρόνου. 
Μπροστά μας μεταλλική πεζογέφυρα για να περάσεις με ασφάλεια απέναντι και να βρεθείς στον τελευταίο κολπίσκο της περιοχής. Προσπαθούμε να βρούμε την είσοδο, μα τα αγριόχορτα εμποδίζουν την ορατότητα. Την ανακαλύπτουμε και ανεβαίνουμε. Παντού εγκατάλειψη κρυμμένη όμως τόσο καλά από τη φύση. Φτάσαμε στον κολπίσκο των παιδικών μου χρόνων……. Θα προτιμούσα να είχα μείνει με την ανάμνηση του χθες.