Κείμενο: Αναστασία Τσαλκιτζή
Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
Πρωινό ξύπνημα και η λήξη της σχολικής χρονιάς δημιουργεί την επιθυμία να ξεκινήσω και πάλι να περπατώ και χωρίς δεύτερη σκέψη αποφασίζω εξόρμηση θέλοντας να θυμηθώ τη Χαλκίδα των παιδικών μου χρόνων τότε που τα ερείπια κτιρίων γέμιζαν από ήχους μηχανών, τότε τα σημερινά ερείπια ήταν γεμάτα εργάτες μαθητές σπουδαστές.
Κτίρια μεγάλα επιβλητικά αφημένα στην τύχη τους.
Δημόκριτος ( η πρώτη τεχνική σχολή της Στερεάς Ελλάδας 11/2/1947 Επιμελητήριο Εύβοιας) κουφάρι στολισμένο με ένα υπέροχο graffiti με θέμα ανανεώσιμη πηγή ενέργειας ή ερημοποίηση της φύσης στο όνομα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας;
Κτίριο Αφεντάκη.(Eviaportal) 1936 και κάνει την εμφάνισή της η πρότυπη βιομηχανία χαλυβουργίας (μαχαιροπήρουνα, χαλύβδινα και ανοξείδωτα σκεύη πρώτης ποιότητας με πωλήσεις σε Ελλάδα κι εξωτερικό, κύριος προμηθευτής του στρατού και ξενοδοχειακών μονάδων) μεταμορφωμένο σε εμπορικό κέντρο.
Κτίριο του Παλαιού Νοσοκομείου Χαλκίδας από τη στιγμή μεταστέγασής του αφέθηκε στην τύχη του, όπως και τόσα άλλα κτίρια της πόλης. Ερημιά εγκατάλειψη, σε όλο της το μεγαλείο.
Μακαρονάδικο, κτίριο μοναδικό στο κέντρο της πόλης (Μακαρονάδικο) που το 1903 κάνει την εμφάνισή της μία μικρή βιοτεχνία ζυμαρικών με το όνομα ΑΣΤΡΟ ανεκμετάλλευτο, σιωπηλό, σκοτεινό αφημένο στο χάδι του χρόνου.
Δάριγκ, ένας ίσως από τους μεγαλύτερους ανεκμετάλλευτους χώρους της Χαλκίδας.
Παγοποιείο, το 1924 και αργότερα σιδηροβιομηχανία φάντασμα πλέον της αλλοτινής του λάμψης. Ο προσεγμένος περιφραγμένος μα απαγορευμένος γα το κοινό σε πλήρη αντίθεση με την σε πλήρη εγκατάλειψη εικόνα του κλειστού εδώ και χρόνια εργοστασίου. “Λουτρά και γυμνάσιο ρωμαϊκών χρόνων”, χώρος άθλησης, αγωγής και υγείας στην αρχαία Χαλκίδα ενημερώνει το τεράστιο πανό.
Κοντοστέκομαι προσπαθώντας να αποφασίσω για τη συνέχεια της διαδρομής. Άραγε τι θα ανακαλύψω αν η διαδρομή μου δε λοξοδρομήσει, αν συνεχίσω στο δρόμο της υδροφόρων κάρων;
Την προσοχή μου τραβά ο καταπράσινος λόφος του μπαταριά. Στρίβω προς το κολυμβητήριο. Τα παιδιά προπονούνται στην ανοιχτή πισίνα. Ο ήχος του νερού από τις απλωτές των κολυμβητών και οι οδηγίες των προπονητών. Έφτασα στον ανηφορικό δρόμο που είχα εντοπίσει από μακριά.
Έκπληξη! δεν υπάρχει δρόμος μόνο τσιμεντένια ανηφορικά σκαλοπάτια. Κοιτώ προς τα πάνω. Είναι πάρα πολλά. Δεξιά κι αριστερά τα περισσότερα σπίτια εγκαταλελειμμένα. Η φύση οργιάζει προσπαθεί να καλύψει τις εγκαταλειμμένες ανθρώπινες παρεμβάσεις.
Πατώ στο τελευταίο σκαλοπάτι και γυρίζω να αντικρίσω τη θέα. Μοναδική εκπληκτική μαγική. Μία τελευταία ανηφόρα και θα βρεθώ στο πιο ψηλό σημείο του λόφου. Η κλίση της απότομη. Αργά σταθερά βήματα κοιτώντας μπροστά. Έφτασα. Ένα πλακόστρωτο μονοπάτι ξετυλίγεται μπροστά μου οδηγώντας με σε έναν οικογενειακό περιφραγμένο τάφο. Κανείς δεν έχει επιχειρήσει να τον περιποιηθεί. Δέντρα εμποδίζουν την είσοδο στην περίφραξη. Προσπαθώ να ανακαλύψω σε ποιον ανήκει αδύνατον.
Παρατηρώ τον περιβάλλοντα χώρο. Υπήρχαν μονοπάτια παρτέρια δέντρα που κάποτε δέχονταν την περιποίηση κηπουρών. Τώρα απλώς εγκατάλειψη. Πλησιάζω στην άκρη από τα μονοπάτια που έχουν χαραχτεί από προηγούμενους διαβάτες. Το βλέμμα στρέφεται σε μιαν παράξενη χορτάρινη καταπράσινη μπάλα, απομεινάρι ενός στολισμού; Όχι είναι αληθινή δηλώνει την επιθυμία του να συνεχίσει να υπάρχει. Αντιστέκεται . Λίγο πιο κει ένας πολύχρωμος χαρταετός μπλεγμένος στα κλαδιά ενός δέντρου, ξεθωριασμένος παγιδευμένος επιθυμεί να ταξιδέψει ν’ αναμετρηθεί με τον αέρα.
Να οι πηγές της Αρέθουσας, το πάρκο του λαού, η Λάμψακος η Χαλκίδα τόσο διαφορετική από κει. Το μάτι προσπαθεί ν’ αποτυπώσει την τόση ομορφιά. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Ένα σκυλάκι με γαυγίζει. Φοβάται πιο πολύ από μένα. Του μιλώ και συνεχίζω. Τα γαυγίσματά του έχουν ξεσηκώσει την πιο κάτω παρέα σκύλων κι αυτά δεν είναι μικρά. Μία κυρία βγαίνει στο μπαλκόνι. Τη ρωτώ για τον τάφο.
Είναι του Μπαταριά.
Μα ποιος ήταν;
– Τσοπαναραίοι παιδί μου. Από τη μια οι Ντεγιάννηδες και από την άλλη οι Μπαταριάδες. Οι Μπαταριάδες πήραν αυτή την περιοχή και οι Ντεγιάννηδες την άλλη, δείχνοντας τη Χαλκίδα όλη. Συνεχίζει λέγοντας για το δρόμο. Αυτό τον δρόμο τον έφτιαξε ο ………(δήμαρχος) και θα τον ένωνε με τον περιφερειακό αλλά μετά βγήκε ο ………( δήμαρχος ) και πρόσεξε την περιοχή όπου έμενε. Αρχίζουν κάτι και μετά ποτέ δεν το συνεχίζουν.
Ευχαριστώ την κυρία για τις πληροφορίες και παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Η αγέλη των σκύλων κρύφτηκε αλλά κι εγώ αλλάζω δρόμο για καλό και για κακό. Ένα άλλο πλακόστρωτο μονοπάτι ανηφορικών σκαλοπατιών με καλεί να το ακολουθήσω. Οι κάμπιες ακολουθούν η μία την άλλη ή έχουν γίνει μικρές μπάλες. Βγαίνω σ’ ένα δασάκι με μια παιδική χαρά. Περπατώ στη μέση του δρόμου. Η ερημιά η ησυχία απλωμένη παντού κι εγώ τη μοναδικότητα των στιγμών. Πλησιάζω στον Αϊ – Σπυρίδωνα. Μικρός ο ναός αλλά ο χώρος γύρω απ’ αυτόν μοναδικός. Παιδική χαρά, γήπεδο και πάνω από αυτά ένας ξύλινος σταυρός προστατευμένα στην αγκαλιά του βραχώδους τείχους.
Κι ο δρόμος της επιστροφής φορτωμένος με ένα μεγάλο αναπάντητο ΓΙΑΤΙ;