Κείμενο: Αγγελική Μούντριχα
Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
Όλο το χειμώνα ο χτύπος του επίμονου ξυπνητηριού κατάφερνε μετά από κάμποση ώρα να με σηκώσει από το κρεβάτι. Και η πρώτη αίσθηση είναι να τα βάλεις με το ξυπνητήρι και στην καλύτερη να πεις: «Μα γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ ακόμα λίγο;»… Ανοίγεις τα παντζούρια, βάζεις μια χαλαρή μουσική και περιμένεις να αλλάξει αυτή η νυσταγμένη κατάσταση.
Η άνοιξη όμως έφτασε και παρόλο που πολύς λόγος γίνεται για την “εαρινή κόπωση”, όσοι έχουν την τύχη να ξυπνούν κοντά στη φύση, σηκώνονται με άλλη διάθεση.
Δεν υπάρχει πιο γλυκιά μελωδία από το κελάηδημα των πουλιών! Μια γαλήνια πολυλογία, μια μελωδική φλυαρία, λες και δεν αντέχουν να μείνουν ούτε λεπτό ακόμα σιωπηλά μετά τη νυχτερινή τους ανάπαυση! Ένας διάλογος με τον Θεό που σε κάνει να ξεκινάς τη μέρα σου με τον πιο όμορφο τρόπο!
Ένα τέτοιο μικρό ηχητικό θα μοιραστώ κι εγώ μαζί σας. Η μόνη παραφωνία…το κάλεσμα του κόκορα που απεγνωσμένα ώρα πριν προσπαθούσε να πετύχει το ίδιο!
Το κελάηδημα του κότσυφα (Video) – Aντώνης Σαμαρτζής
“Συνάντηση με ένα αηδονάκι”
Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
” Μια μέρα, ένα πρωινό προχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα, δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντι σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι. ήταν αηδόνι.
Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται. μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πω, πω, πω! Να ’χα ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει! Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. […]
Δεν μπορώ να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσα. Αυτά που αισθάνθηκα. Σας φανέρωσα, όμως, το μυστήριο. Και σκεπτόμουν. «Γιατί το αηδονάκι να βγάζει αυτούς τους λαρυγγισμούς; Γιατί να κάνει αυτές τις τρίλιες; Γιατί να ψάλλει αυτό το υπέροχο άσμα; Γιατί, γιατί, γιατί… γιατί να ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, για ποιο σκοπό; Μήπως περιμένει να το επαινέσει κανείς; Όχι, βέβαια, εκεί κανείς δεν θα το κάνει αυτό». Μόνος μου φιλοσοφούσα. […]
Πόσα δεν μου είπε το αηδονάκι! Και πόσα τού είπα μες στη σιωπή: «Αηδονάκι μου, ποιος σου είπε ότι εγώ θα περνούσα από ’δω; Εδώ κανείς δεν πλησιάζει. Είναι τόσο απρόσιτο το μέρος. Πόσο ωραία κάνεις χωρίς διακοπή το καθήκον σου, την προσευχή σου στον Θεό! Πόσα μου λες, αηδονάκι μου, πόσα με διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινούμαι. Αηδόνι μου, μου δείχνεις με το κελάηδημά σου πώς να υμνώ τον Θεό, μου λες χίλια, πολλά, πάρα πολλά…”