Κείμενο: Αναστασία Τσαλκιτζή
Επιμέλεια ανάρτησης: Κλαίρη Μπαράκου
Η πρόσκληση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να επισκεφτώ την έκθεση του Νέστορα Βαρυτιμίδη εξάπτει την περιέργεια μου. Έχοντας γνωρίσει εκείνον από προηγούμενο άρθρο του «alonaki press» ανυπομονώ να γνωρίσω κι από κοντά το έργο του.
Η έκθεση στην αίθουσα «Αριστοτέλης» έχοντας ανοίξει για το κοινό πλημμυρίζει με τα χρώματα και τους ήχους της ελληνικής παράδοσης. Οι μινιατούρες με τις παραδοσιακές φορεσιές ξετυλίγουν το νήμα της καθημερινότητας εκείνης της εποχής, τα υφαντά χρωματιστά κιλίμια προσδίδουν ζεστασιά, τα εργαλεία ζωντανεύουν στιγμές του μόχθου εκείνης της εποχής, ο γιούκος με τα κλινοσκεπάσματα ανασύρει εικόνες της δικής μου παιδικής ηλικίας όταν επισκεπτόμασταν το χωριό που οι γονείς μου υπηρέτησαν ως εκπαιδευτικοί στη δεκαετία του 1960 – 1970.
Μα πριν προλάβουν να ζωντανέψουν με πλησιάζει η κα Αντιγόνη, η γιαγιά του Νέστορα. Η περηφάνια της για την έκθεση του εγγονού απερίγραπτη, η σύντομη συνομιλία μαζί της ξετυλίγει την αγάπη της για την παράδοση μα και βιώματα της παιδικής της ηλικίας. Απαντά σε κάθε μου ερώτηση με υπομονή με ενθουσιασμό και η συνομιλία μας πυροδοτεί τις αναμνήσεις. Ζωντανεύει στη μνήμη τη γιαγιά Σκεμπίνα με τη ρόκα της, όρθια δίπλα στην πόρτα, να γνέθει. Τραβά το μαλλί, γυρίζει το αδράχτι κι εκείνο τυλίγεται έχοντας αλλάξει μορφή. Η διαδοχή των εικόνων έντονη γρήγορη. Η Μαριώ στον αργαλειό να υφαίνει, ο παππούς Αντώναρος στο χωράφι να θερίζει κι εγώ να παρακολουθώ το γαϊδουράκι στ’ αλώνι. Είναι τόσο γοητευτική η βροχή του ξανθού σταχιού. Ο αέρας της γειτονιάς να γεμίζει με τη μυρωδιά του γάλακτος που βράζει στο καζάνι στη μικρή τσιμεντένια αυλή του διώροφου σπιτιού, περιμένοντας την νοικοκυρά να προσθέσει το αλεύρι και τα υπόλοιπα υλικά για να φτιαχτεί ο τραχανάς της χρονιάς. Η Σκεμπίνα φουρνίζει τα τεράστια καρβέλια ψωμιού στο μικρό ξυλόφουρνο. Ο παππούς ξεφορτώνει απ΄το μουλάρι τις γεμάτες νερό στάμνες, γεμίζει το τσίγκινο κρεμασμένο βρυσάκι. Τι κόπος και μόχθος για κάθε πτυχή της καθημερινότητας!
Προσπαθώντας να διακόψω τη ροή των εικόνων ζητώ από το Νέστορα να μάθω για το μεράκι του.
– Η γιαγιά σου μου είπε πως η αγάπη σου γι’ αυτό ξεκίνησε όταν είδες την πρώτη της κούκλα. Της ζήτησες να φτιάξετε μαζί, μία άλλη παραδοσιακή φορεσιά. Πώς επιλέγεις τις φορεσιές μιας και είδα πως οι περισσότερες φορεσιές σου είναι από τον Πόντο την Ήπειρο και τη μικρά Ασία;
– Κρατώ λίγο από Ήπειρο, λίγο από Πόντο και γοητεύομαι από την Καππαδοκία.
-Πόσο καιρό σου παίρνει να φτιάξεις τις μινιατούρες σου; Πώς προετοιμάζεσαι;
-Παρατηρώ φωτογραφίες της εποχής, διαβάζω για εκείνη την εποχή και ξεκινώ. Χρειάζομαι περίπου ένα μήνα εκτός από μία συγκεκριμένη κούκλα που χρειάστηκα πολύ περισσότερο καιρό για να την τελειώσω κι εκείνο που με «παιδεύει» περισσότερο είναι το δέσιμο του μαντηλιού.
-Θα ήθελες να μου τη δείξεις;
Πλησιάζοντας τη κούκλα παρατηρώ πως στο μαντήλι της υπάρχουν δύο κέρατα στολισμένα με χάντρες. Μου εξηγεί πως χρησιμοποιούσαν τα κέρατα για να στολίσουν τη φορεσιά τους γιατί ήταν πολύ φτωχοί. ( Γοητεύομαι από την ηρεμία του, ενθουσιάζομαι με το πάθος του, εκπλήσσομαι από τις γνώσεις του, γεύομαι λίγο από την περηφάνεια του)
-Γιατί αυτή συγκεκριμένα σε δυσκόλεψε τόσο;
-Ήταν πολύ δύσκολο να βρω αυτά τα μικροσκοπικά κέρατα.
-Η γιαγιά σου μου είπε πως πολλά από τα κοσμήματα των φορεσιών τα έχεις φτιάξει μόνος σου.
-Ναι μου αρέσει να κατασκευάζω τα κοσμήματα και να προσπαθώ κάθε φορά να τα βελτιώνω . Με έχει κερδίσει η κατασκευή της φορεσιάς από το χορό.
Νέστορα σε ευχαριστώ που το δικό σου μεράκι έγινε η αφορμή να ζωντανέψουν στιγμές της παιδικής μου ηλικίας και σου εύχομαι να συνεχίσεις μα και κάποια στιγμή να αποκτήσεις και το δικό σου προσωπικό χώρο για τη μόνιμη έκθεση του κόπου σου, της γνώσης σου.