ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ!..

«ΤΑ ΝΕΑ»     

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Του Λάμπρου Λιάβα*

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

 Η κυρά-Ρήνη (Κονιτοπούλου) έφυγε «πλήρης ημερών», συντροφευμένη από την αγάπη και τον σεβασμό των Πανελλήνων που της οφείλουμε τα ανεπανάληπτα μουσικά ταξίδια στους ανοιχτούς ορίζοντες του Αιγαίου.
 Το Αρχιπέλαγος από τα χρόνια του Ομήρου παραμένει «θάλασσα ηχήεσσα». Και αν είχε μία και μόνο φωνή αυτή θα ήταν η δική της, έτσι όπως αποτυπώθηκε σ’ εκείνον τον κλασικό «σαρανταπεντάρη» δίσκο της δεκαετίας του ’60: «Ωραία που ‘ναι την αυγή όταν γλυκοχαράζει!..». Μαζί με το μακρόσυρτο «ωχ», που είναι σα να βγαίνει από τα βάθη της θάλασσας και της καρδιάς της, υπενθυμίζοντας ότι στην αρχή των (μεγάλων) τραγουδιών το αχ είναι γραμμένο. Με τη «χαρμολύπη» που διαφεντεύει το γλέντι των  Ελλήνων και που διακονεί τα μεγάλα μυστήρια: τη γέννηση, τον έρωτα και τον θάνατο.
 Η Ειρήνη Κονιτοπούλου τραγούδησε φυσικά, φυσιολογικά, αβίαστα, λιτά και μετρημένα, χωρίς πόζες και ναρκισσισμούς και λιγωμένες «τσαλκάντζες». Αποτελεί πρότυπο για το παραδοσιακό ύφος και ήθος του ναξιώτικου-κυκλαδίτικου τραγουδιού, έτσι όπως το παρέλαβε από τη μουσική της φαμίλια. Τον πατέρα της τον Μιχάλη Κονιτόπουλο, σπουδαίο βιολάτορα με το παρατσούκλι «το Μωρό», και τον θείο της τον Δημήτρη Φυρογένη που το παίξιμό του αποτελεί σημείο αναφοράς για την αυθεντική τέχνη της συνοδείας στο νησιώτικο λαούτο.
 Δεν είναι τυχαίο ότι στη δεκαετία του ’50 τους επέλεξε, μαζί με την Ειρήνη, ο Δάσκαλος Σίμων Καράς ως «πρεσβευτές» του κυκλαδίτικου ρεπερτορίου στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Οι ηχογραφήσεις τους, όπου ήρθε να προστεθεί με το βιολί του και ο αδελφός της ο εξαιρετικός Γιώργος Κονιτόπουλος, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές. Ώστε οι νέοι να μπορέσουν να ανακαλύψουν και να επανασυνδεθούν με το Αιγαίο «που αντιστέκεται κι επιμένει» απέναντι στη λαίλαπα του ασύδοτου τουρισμού και στα εμπορικά «σκυλονησιώτικα» τραγούδια.
 Πράγματι, η Ειρήνη Κονιτοπούλου μετέφερε τα τραγούδια του νησιού της στη μεγάλη πόλη, τα αποτύπωσε στη δισκογραφία, τα διέδωσε από το ραδιόφωνο, τα γλέντισε στα μουσικά κέντρα της Νέας Φιλαδέλφειας και του Γαλατσίου όπου σύχναζαν οι Ναξιώτες και οι Μυκονιάτες, ΟΜΩΣ ΤΑ ΤΙΜΗΣΕ!
 Υπηρέτησε ένα νησιώτικο τραγούδι ως κοινόχρηστο αγαθό, και όχι ως καταναλωτικό προϊόν για τις πίστες των νυχτερινών κέντρων. Σεβάστηκε τα παραδοσιακά «κοτσάκια» (τα αυτοσχέδια ναξιώτικα δίστιχα), χωρίς να τα μπολιάζει με καψούρικους «εκσυγχρονισμούς». Συνεργάστηκε με κορυφαίους μουσικούς με τους οποίους είχε σχέσεις ζωής. Και υπήρξε απόλυτα συνειδητή στις επιλογές της, δηλώνοντας απερίφραστα: «Δεν τραγούδαγα για να μ’ ακούσουνε. Τραγούδαγα γιατί το τράβαγε η ψυχή μου!.. Εγώ το τραγούδι το ‘παιρνα και τό ‘φτιαχνα. Δεν το χάλασα ποτέ!..»
 Γι’ αυτό και –σίγουρα- έφυγε με ήσυχη τη συνείδησή της, ότι συντρόφεψε και τραγούδησε τους ανθρώπους, τις λύπες και τις χαρές τους, την ταυτότητα και την καταγωγή. Τραγούδησε το διαχρονικό Αιγαίο, που εξακολουθεί ν’ αποτελεί μήτρα μουσικής και πολιτισμού για όσους μπουν στον κόπο να το αναζητήσουν πίσω και πέρα από τη βιτρίνα.
 Προς αυτή την κατεύθυνση οι ηχογραφήσεις της κυρα-Ρήνης της Αρχόντισσας θα παραμένουν διαχρονικά μια πολύτιμη μουσική πυξίδα, αντίδοτα ζωής και γνήσιας λαϊκής δημιουργίας απέναντι στην πολιτισμική ισοπέδωση και στη νομοτέλεια του θανάτου!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *